- θηριωδίας
- θηριωδίᾱς , θηριωδίαfem acc plθηριωδίᾱς , θηριωδίαfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γκέτο — Ονομασία που δόθηκε τον 16o αι. στις συνοικίες ευρωπαϊκών πόλεων, όπου κατοικούσαν υποχρεωτικά οι Εβραίοι. Η λέξη πιθανότατα προέρχεται από την εβραϊκή συνοικία της Βενετίας όπου υπήρχε ένα χυτήριο (getto). Η συνήθεια των Εβραίων να… … Dictionary of Greek
εκβαρβαρώνω — (AM ἐκβαρβαρῶ, όω) κάνω κάποιον βάρβαρο, τόν οδηγώ σε κατάσταση βαρβαρότητας και θηριωδίας … Dictionary of Greek
ηλιάδης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από τις Λίμνες της Αργολίδας. Οδηγώντας διακόσιους συγχωριανούς του το 1821, προσχώρησε από τους πρώτους στον Αγώνα. Το 1822 διορίστηκε φροντιστής των στρατευμάτων Κορινθίας και Δερβενίων, καθώς … Dictionary of Greek
κανιβαλισμός — Η κατανάλωση ανθρώπινου κρέατος για τελετουργικούς λόγους. Ο όρος κανίβαλος προέρχεται (μέσω του ισπανικού canibal) από το cannibe (= γενναίος), εθνικό όνομα μιας ομάδας Καρίβων (ιθαγενών των βορειοανατολικών περιοχών της Νότιας Αμερικής) στους… … Dictionary of Greek
λέαινα — Όνομα δύο εταίρων της αρχαιότητας. 1. Αθηναία εταίρα (6ος αι. π.Χ.). Ήταν φίλη του Αρμόδιου, ενός από τους Τυραννοκτόνους. Όταν ο Ίππαρχος δολοφονήθηκε, ο αδελφός του Ιππίας τη βασάνισε για να ομολογήσει ό,τι γνώριζε για τη συνωμοσία και η Α.… … Dictionary of Greek
επανορθώσεις, πολεμικές — Η οφειλή ενός ηττημένου κράτους προς τους νικητές, για την αποκατάσταση των ζημιών και απωλειών οι οποίες προξενήθηκαν κατά τη διεξαγωγή του πολέμου. Δηλαδή, πρόκειται για μια ειδική περίπτωση αποζημίωσης, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και… … Dictionary of Greek
Στζερμπ, Αντάλ — (Szerb). Ούγγρος συγγραφέας (Βουδαπέστη 1901 Μπαλφ 1945). Σπούδασε στο κολέγιο Εοτβός και στα πανεπιστήμια της Βουδαπέστης και του Γκρατς, όπου βραβεύτηκε στην ουγγρική, γερμανική και αγγλική λογοτεχνία. Ως δοκιμιογράφος κατόρθωσε να αναγάγει το… … Dictionary of Greek